- καταπίνομαι
- καταπίνομαι βλ. πίν. 2
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… … Dictionary of Greek
προκαταβάλλω — ΝΑ νεοελλ. καταβάλλω εκ τών προτέρων χρηματικό ποσό, προπληρώνω («προκαταβάλλω το ενοίκιο») αρχ. 1. καταβάλλω, καταρρίπτω κάτι εκ τών προτέρων 2. εφαρμόζω πρώτος 3. σπέρνω από πριν 4. εισάγω εκ τών προτέρων ένα θέμα 5. δηλώνω, αναφέρω… … Dictionary of Greek